κενοτάφιο(ν)

κενοτάφιο(ν)
το ложное захоронение, кенотаф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κενοτάφιο(ν)" в других словарях:

  • κενοτάφιο — Συμβολικός τάφος που δεν περιέχει νεκρό· μνημείο που ανεγείρεται σε ανάμνηση εξαφανισμένου. Η ανέγερση κ. αποτελούσε τελετουργική συνήθεια πολλών λαών της αρχαιότητας και βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι ψυχές των άταφων νεκρών δεν μπορούσαν να… …   Dictionary of Greek

  • κενοτάφιο — το τάφος που δεν περιέχει νεκρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

  • κενοταφώ — κενοταφῶ, έω (Α) τιμώ τη μνήμη κάποιου με κενοτάφιο, ανεγείρω κενοτάφιο στη μνήμη κάποιου («κενοταφοῡντ ἐμὸν δέμας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κενόταφος (πρβλ. κενοτάφιον)] …   Dictionary of Greek

  • Dienekes — or Dieneces (Greek: Διηνέκης, died 480 BC) was a Spartan soldier present at the Battle of Thermopylae. He was acclaimed the bravest of all the three hundred Spartiates selected to fight in that battle. Herodotus related the following anecdote… …   Wikipedia

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • κενέωμα — κενέωμα, τὸ (Α) [κενώ] κένωμα («κενέωμα τάφου» κενοτάφιο επιγρ …   Dictionary of Greek

  • κενήριον — κενήριον, τὸ (Α) κενό μνημείο χωρίς οστά, κενοτάφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) + ἠρίον «τάφος, μνημείο»] …   Dictionary of Greek

  • κουβούκλιο — και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῑον, Μ κουβούκλιον και κουβοῡκλιν και κουβικούλιον) κοιτώνας, ιδίως βασιλιά, συνήθως με θολωτή στέγη νεοελλ. 1. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες 2. φρ. «το κουβούκλιο τού Επιταφίου» το θολωτό ιερό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»